στρώννυμι/στρωννύω

στρώννυμι/στρωννύω
+ V 0-0-3-4-2=9 Is 14,11; Ez 23,41; 28,7; Jb 17,13; Prv 7,16
to spread [τι] Jdt 12,15; to spread a bed, to make up (a bed) [τι] Ez 23,41; id. [abs.] TobS 7,16;
to lay low, to bring down [τι] Ez 28,7
(→διαστρώννυμι/στρωννύω, καταστρώννυμι/στρωννύω, ὑποστρώννυμι/στρωννύω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρώννυμι — και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α βλ. στρώνω …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”